μονοσυλλαβικός, -ή

μονοσυλλαβικός, -ή
αυτός που αποτελείται από λέξεις μονοσύλλαβες: Η κινεζική ανήκει στις μονοσυλλαβικές γλώσσες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονοσυλλαβικός — ή, ό (Α μονοσυλλαβικός, ή, όν) [μονοσύλλαβος] νεοελλ. αυτός που αποτελείται από μονοσύλλαβες λέξεις («μονοσυλλαβικές γλώσσες») αρχ. αυτός που αποτελείται από μία μόνο συλλαβή, μονοσύλλαβος. επίρρ... μονοσυλλαβικώς και ά με μονοσύλλαβες λέξεις, με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”